καταλυκουργίζω

καταλυκουργίζω
καταλυκουργίζω (Α)
κάνω χρήση τών νόμων τού Λυκούργου εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -λυκουργίζω (< Λυκοῦργος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταλυκουργίζοντες — καταλυκουργίζω press the laws of Lycurgus against pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”